ἀθηρία

ἀθηρία
ἀθηρία, ,
A want of game, Ael.N A8.2.
2 immunity from being hunted, ib. 14.1.
3 want of experience in hunting, ib.12.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀθηρία — ἀθηρίᾱ , ἀθηρία want of game fem nom/voc/acc dual ἀθηρίᾱ , ἀθηρία want of game fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθηρίᾳ — ἀθηρίᾱͅ , ἀθηρία want of game fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθηρία — ἀθηρία, η (Α) [ἄθηρος] έλλειψη κυνηγιού …   Dictionary of Greek

  • αθηριά — η το αθήρι …   Dictionary of Greek

  • ἀθηρίας — ἀθηρίᾱς , ἀθηρία want of game fem acc pl ἀθηρίᾱς , ἀθηρία want of game fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθηρίαν — ἀθηρίᾱν , ἀθηρία want of game fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθήρι — ἀθήρι, το (Μ) [ἀθήριν] 1. λευκό και γλυκό λεπτόφλουδο σταφύλι τής Θήρας 2. το κρασί που παράγεται από αυτό το είδος σταφυλιού, αθηράτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον πληθ. θήραια > θήρια, τού επιθ. θήραιος > τοπων. Θήρα. Το α τού αθήρι από τη συνεκφορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”